- θέλω
- ήθελα, θέλησα, θελημένος, -η, -ο1. επιθυμώ: Θέλει να σπουδάσει – Θέλοντας μη θέλοντας έκανα αυτό που μου ζήτησες.2. χρειάζομαι: Ο άρρωστος θέλει γιατρό. – Τα χωράφια θέλουν βροχή. – Το φαγητό θέλει λίγη ώρα ακόμη για να βράσει.3. μου αξίζει κάτι: Θέλει αναγνώριση.4. οφείλω: Μου θέλεις δύο χιλιάδες.5. ζητώ, γυρεύω: Τι θέλεις εδώ στο χωριό; – Θέλει και ρέστα.6. απαιτώ: Θέλει όλοι οι μαθητές να σηκώνονται μόλις μπαίνει στην αίθουσα.7. επιχειρώ, προσπαθώ: Θέλησε κάτι να πει, αλλά δεν τα κατάφερε.8. φρ., «Θέλει να πει», πάει να πει, εννοεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.